- ἄχειρ
- ἄ-χειρ, ohne Hände; ungeschickt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
άχειρ — ἄχειρ ( ρος), ο (AM) αυτός που δεν έχει χέρια … Dictionary of Greek
άχειρος — (achirus). Γένος ψαριών της οικογένειας των σολεϊδών, της τάξης των ετερόσωμων, της υπέρταξης των τελεόστεων. Ζουν στον Ινδικό ωκεανό και σε άλλες θάλασσες τροπικών περιοχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι έχουν και τα δύο μάτια στη δεξιά… … Dictionary of Greek
αχειρία — ἀχειρία, η (Α) [άχειρ] 1. η αδεξιότητα 2. εγγενής μερική ή ολική έλλειψη των χεριών … Dictionary of Greek
ԱՆՁԵՌՆ — (անձեռք.) NBH 1 0190 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. ἅχειρ, ἅχειρος, ἅχειρης manibus carens, mancus Որոյ ոչ գոն ձեռք. ձեռնատ. եւ անգործ ձեռօք. ... *(Զկուռս) անոտս անձեռս ʼի վերայ ուսոց իւրեանց կրեն. Թղթ. բարուք.: մ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)